- κλαβανή
- η люк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλαβανή — η βλ. γκλαβανή … Dictionary of Greek
γκλαβανή — και κλαβανή και κλιβανή, η 1. οπαίο τής στέγης που κλείνει με κινητή πλάκα ή σανίδα και χρησιμεύει για φωτισμό, αερισμό ή έξοδο στο δώμα 2. καταπακτή τού ισόγειου πατώματος που βρίσκεται πάνω από σκάλα και χρησιμεύει για την κάθοδο στο υπόγειο.… … Dictionary of Greek